Σε καιρούύς χαλεπούύς εύπνιγε τον καημού τού ρεμπεύτη και χούρδιζε το μπούζούύκι τού σε παραφωνιύα με τα κελεύύσματα της εξούσιύας. Σε καιρούύς εύμαύρειας κατηγορηύθηκε ως εκμαύλιστηύς της νεολαιύας και μαντζούύνι τού... ρεύμπελού. Τελικαύ, τι ειύναι αύτού το «χούρτο» πού καταναλωύνει – καταύ τον ΟΗΕ – το 4% τού γηύινού πληθύσμούύ; Ειύναι το γιατροσούφι καύθε πικραμεύνού ηύ το βοταύνι τού Διαβούλού; Ειύναι το δωρεαύν φαύρμακο καύθε αρρωύστιας πού ειύχαμε για αθεραύπεύτη ηύ μια ψεύδαιύσθηση πού απλωύς μας παραλύύει τη σκεύψη; Ειύναι ο καλύύτερος τρούπος να κούψεις το καύπνισμα τσιγαύρων ηύ προσκλητηύριο σε ακούμη σκληρούτερα ναρκωτικαύ; Ειύναι η πύύλη προύσβασης στη λύύση καύθε διανοητικηύς ασθεύνειας ηύ προύξενος της σχιζοφρεύνειας; Τα ερωτηύματα και τα διληύμματα πού θεύτει το πιο αμφιλεγούμενο φύτού πού σύντρούφεψε την αναύπτύξη τού ανθρωύπινού πολιτισμούύ ειύναι απανωταύ και ανελεύητα. «Το Βηύμα» επιχειρειύ μια «ανιύχνεύση ταύτούτητας» τού θεύματος, ανοιύγοντας εύνα-εύνα τα χαρτιαύ της ιστοριύας τού.
: Τάάσος Κάφάντάάρης