Στα τέλη του 2020, οι Καναδοί γιατροί έγιναν πρωτοσέλιδο για τη «συνταγογράφηση της φύσης» συστήνουν χρόνο σε εξωτερικούς χώρους βασιζόμενη στην έρευνα που υποστηρίζει ότι τα άτομα που περνούν δύο ή περισσότερες ώρες στη φύση την εβδομάδα βελτιώνουν την υγεία και την ευημερία τους.
Με αφορμή το παραπάνω διεπιστημονικοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Drexel ερεύνησαν πώς η συνάφεια με τη φύση δηλαδή να αισθάνεσαι σύνδεση με ένα φυσικό περιβάλλον ωφελεί ακόμα και την διατροφική ποικιλομορφία και την πρόσληψη φρούτων και λαχανικών όπως δημοσιεύτηκε και σε μελέτη του American Journal of Health Promotion. «Η σχέση με τη φύση έχει συσχετιστεί με καλύτερη γνωστική, ψυχολογική και σωματική υγεία και με μεγαλύτερα επίπεδα περιβαλλοντικής διαχείρισης. Τα ευρήματά μας επεκτείνουν αυτόν τον κατάλογο πλεονεκτημάτων ώστε να συμπεριλάβει τη διατροφική πρόσληψη», δήλωσε ο Brandy-Joe Milliron, PhD, αναπληρωτής καθηγητής στο Κολέγιο Νοσηλευτικών και Επαγγελμάτων Υγείας του Drexel και επικεφαλής συγγραφέας της δημοσίευσης. «Βρήκαμε ότι τα άτομα με υψηλότερη επαφή με τη φύση ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν υγιεινή διατροφική πρόσληψη, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης διατροφικής ποικιλίας και της υψηλότερης κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών». Η ερευνητική ομάδα ερεύνησε πάνω από 300 ενήλικες στη Φιλαδέλφεια για να μετρήσει τη σύνδεσή τους με τη φύση, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρίας και της οπτικής τους για τη φύση, καθώς και των τροφών, ποτών που είχαν καταναλώσει την προηγούμενη μέρα για να αξιολογήσει τη διατροφική τους ποικιλομορφία και να εκτιμήσει την καθημερινή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αντικατόπτριζαν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά (φύλο, εισόδημα, εκπαίδευση και φυλή) της Φιλαδέλφειας, από την απογραφή του 2010. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου 2017.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες με ισχυρότερη σχέση με τη φύση ανέφεραν μεγαλύτερη διατροφική ποικιλία και έτρωγαν περισσότερα φρούτα και λαχανικά. Η ερευνητική ομάδα πρόσθεσε ότι αυτά τα ευρήματα τονίζουν την σημαντικότητα της αξιοποίησης εμπειριών ή παρεμβάσεων που βασίζονται στη φύση, όπως η ενσωμάτωση χώρων πρασίνου ή αστικού πρασίνου στον σχεδιασμό της πόλης καθώς την ενσωμάτωση προγραμμάτων «συνταγογράφησης» της φύσης και των πάρκων στις πρακτικές υγειονομικής περίθαλψης (παρόμοια με το καναδικό μοντέλο) και την προώθηση εκπαίδευσης στην φύση. Ωστόσο, οι ερευνητές σημείωσαν ότι η βελτίωση της διατροφικής πρόσληψης μέσω παρεμβάσεων που βασίζονται στη φύση μπορεί να είναι πολύτιμη αλλά είναι επίσης πολύπλοκη. «Η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους διαφορετικές κοινότητες βιώνουν και εκτιμούν τη φύση», δήλωσε ο Dane Ward, PhD, επίκουρος καθηγητής στο Κολλέγιο Τεχνών και Επιστημών και συγγραφέας της μελέτης. «Πρέπει να περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο οι διασταυρώσεις του περιβάλλοντος, του πολιτισμού, της φυλής, της ιστορίας (συμπεριλαμβανομένης της σύνδεσης με τη γη), της κοινωνικής συνοχής και άλλων κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων επηρεάζουν την ταυτότητα της κοινότητας σε σχέση με τη φύση και τη διατροφική πρόσληψη».
Συμπερασματικά, « η εργασία μπορεί να επηρεάσει τις πρακτικές προαγωγής της υγείας με δύο τρόπους», είπε ο Milliron. «Πρώτον, οι παρεμβάσεις προαγωγής της υγείας που βασίζονται στη φύση μπορεί να αυξήσουν τη σχέση με τη φύση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής και ενδεχομένως να βελτιώσουν τη διατροφική πρόσληψη. Και δεύτερον, η ενίσχυση των διατροφικών παρεμβάσεων με δραστηριότητες που βασίζονται στη φύση μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερες βελτιώσεις στη διατροφική ποιότητα».