Αναπάντεχα έρχεται. Αρχικά μοιάζει με ελαφρυά μέθη και σε υπνωτίζει στη δίνη των συνειρμών καθώς αναπαύεσαι ανάσκελα με την ενστικτώδη ευφροσύνη του νεογνού, πρόθυμος να παραδοθείς, όποια καταιγίδα κι αν έρθει θα την υποστείς. Στις διακυμάνσεις της αναπνοής σου τρέχεις με τη σκέψη σου πίσω σε όλα αυτά τα συσσωρευμένα μορφώματα που ταριχεύουν το νου' ανάγλυφα τώρα μαγνητίζουν μ’ έναν αμετάκλητο φαταλισμό την αφηνιασμένη προσοχή σου. Προτού καλά-καλά το συνειδητοποιήσεις βυθίζεσαι στις εγκάρσιες δομές του λογισμού σου, θαρρείς η σκέψη σου είναι πλεγμένη από σκληρό σύρμα, απτή κι ακανθώδης, η ίδια η εστία της εκάστοτε προβαλλόμενης πληγής. Από ένα σημείο και ύστερα με έκπληξη ανακαλύπτεις ότι το σώμα σου έχει εγκολπωθεί ολοσχερώς στο δαιδαλώδη λαβύρινθο της φαντασιακής υπόθεσης που σαν το πελώριο κήτος καταπίνει εσένα και τη μικρή σου φλόγα που ξαφνικά ψυχορραγεί. Είναι τότε που συνειδητοποιείς το πόσο προσποιητό είναι το θάρρος με το οποίο εκκίνησες. Μια απερισκεψία! Διότι η καταιγίδα που αναστενάζει στους πολύεδρους βιτρώ θαλάμους του Ασυνειδήτου σε βρίσκει με μια ταπεινή σχεδία στο έλεος του Ωκεανού. Όταν πια η ανάταση της ονειρικής αυτής καινοφάνειας δώσει τη σκυτάλη στο παραλήρημα της πρωτογενούς αγωνίας είσαι απολύτως μόνος και κανείς δε σε προετοίμασε γι’ αυτό. Μπορεί να το διάβασες στις κρυσταλλωμένες καταγραφές άλλων, ίσως δήθεν να ψυχανεμίστηκες το πόσο αληθινό και υποβλητικό είναι όλο αυτό, μα όμως τώρα είσαι δίχως χειρολαβή, μήτε στέρεο έδαφος υπάρχει για να μπορέσεις να στηρίξεις τις ισόβιές σου ψευδαισθήσεις. Όλες οι στατικές ασπίδες, με τις οποίες οχυρώνεις την κόρη του οφθαλμού σου, ρευστοποιούνται σαν το έωλο χιόνι και είσαι αναγκασμένος με δάκρυα να αντικρίσεις τη θέα μιας αρχικά ανησυχαστικής ρευστότητας, με τον τρόπο που σέρνεται η υπόρρητη σοφία του όφεος. Εκεί που είχες να σταθείς και να αναλογιστείς με την ασφαλή απόσταση της υποκειμενικής κρίσης χάσκει το κενό της απόλυτης ξενότητας- σφυρίζουν τα ψυχρόαιμα ερπετά, ελλοχεύουν οι πάνθηρες που στην αιμοβόρα νυχτερία φαίνεται να αποζητούν την ενιαία κορμοστασιά σου. Αν έχει μείνει κάτι ακέραιο αυτό είναι η ορμέμφυτη αναπνοή σου. Αλλά και πάλι θαρρείς κι αυτή η ίδια γίνεται πλέον εθελούσια, η κάθε της επανάληψη ζήτημα μιας απόφασης, ζήτημα αγάπης για την επόμενη στιγμή, για τους δικούς σου, τους οποίους θέλεις να διασώσεις μη τυχόν και τους κατακεραυνώσει η είδηση του χαμού σου. Λες κι έχει σημασία τι απομεινάρια θα αφήσεις πίσω... Μολονότι θα μπορούσες απλώς να εγκαταλείψεις, σαν το ελαφρύ πούπουλο να αιωρηθείς με την απόλυτη κατάφαση για εκείνο το περιδεέστατο που σου συμβαίνει, είναι το βάρος των δεσμών σου που σε κρατάει και τότε εκ νέου βαπτίζεσαι στα νάματα του νοήματος που σπαρακτικά σε κρατάει σε αυτό το συγκλονισμένο σώμα για μια ακόμη αναπνοή. Στην ουσία δεν πεθαίνεις, η βιολογική σου διάσταση είναι απολύτως ασφαλής. Είναι η ψυχή που σαν τη μικρή φλόγα του κεριού υπόκειται στη βία του απείρου... και αναίτια, ως ένα ρηξικέλευθο γεγονός, κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να σβήσει με ένα στερνό αιθέριο κάπνισμα. Μα κάτι σε διαβεβαιώνει ότι θα επιβιώσεις, ότι όλο αυτό δεν είναι παρά η εξωλογική έξαρση ενός λησμονημένου προαιώνιου γεγονότος. Η ενόραση ταχύτατα ανιχνεύει παραστάσεις μιας απώτερης συγκίνησης μήπως και η εγκάρδια ενθύμηση σε περισώσει. Γριές και γέρους βλέπεις, ιθαγενείς που με πραότητα και βαθύτατη ενσυναίσθηση σου επισημαίνουν ότι όλο αυτό είναι απολύτως φυσικό κι ότι η ακατάπαυση οιστροπληξία οδηγεί αναποδράστως στην τρυφερή ευδαιμονία του νεογνού. Εύχεσαι μόνο να μην το εννοούν στην κυριολεξία και γραπώνεις με μανία τη στέρεα ύλη για να υπομείνεις άλλο ένα κύμα που απειλεί να σε εξαλείψει. Τούτη τη φορά έρχεται με την εμβρίθεια ενός τιτάνιου κρότου- είναι ο κρότος μιας καταπληκτικής αποκάλυψης που είναι αδύνατον να εξορίσεις στο περιθώριο του ανυπόστατου φαντασιακού. Πρόκειται για μια αυθύπαρκτη, πέρα ως πέρα πραγματική θέα. Ο κλονισμός της συνείδησης είναι ανείπωτος μπροστά σε αυτή την πρωτόφαντη τοπογραφία που διανοίγει στις ρίζες των ιδεών της. Όλα όσα έτεινες να πιστεύεις, όλες εκείνες οι φαντασιακές εικασίες δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου, καθώς στην επέκτασή τους, πέρα από τον εγκλεισμό των τριών διαστάσεων, φαίνεται να έχουν μια συμπαγή οντολογία. Και πλέον το γυμνό μάτι, δίχως ασπίδες, θωρεί κάτω από τα βλέφαρα μια ορχήστρα υποατομικών δονήσεων. Σύγκορμος υπομένεις το κρεσέντο μικροπαλμών, την φρενιτιώδη υψηλή συχνότητα του κβαντικού σφυγμού του Κόσμου, σαν τη φιέστα των πυγολαμπίδων, σαν το εύηχο κροτάλισμα του αρχέγονου Όφεος- βρίσκεσαι ακριβώς στο σημείο υπέρθεσης από το οποίο αδυνατείς να κρίνεις: αν αυτό είναι απολύτως τρομερό ή η ευφραντική αποπεράτωση της γαλήνης. Βρίσκεσαι στο πέρας της αγωνίας, όμως όλως παραδόξως γεύεσαι για πρώτη φορά την απροσδόκητη υφή της ευτυχίας! Ο παροξυσμός του φόβου ανοίγει διάπλατα τις εξωαισθητήριες θύρες σε μια ακλόνητη περιβάλλουσα ασφάλεια. Είσαι το ίδιο κολασμένος όσο και ευλογημένος και υπάρχουν τείνουσες στιγμές που ευθυγραμμίζεσαι με το κακό μάτι. Βρίσκεσαι στο έλεος της υπόθεσης: τι θα γινόταν αν όλη μου η ζωή χαραμίζονταν υπό την καταληψία πονηρών πνευμάτων; Και παρότι κινδυνεύεις να χαθείς στο τιτάνιο φρούριο του ριζικού Κακού' παρότι νιώθεις να σε ρουφάει η μαύρη οπή μιας προαιώνιας Κατάρας, ξαφνικά διακρίνεις εκείνην την εξ ορισμού υπέρβαση στο μάτι του κυκλώνα, ακόμη κι εκεί που αποτείνονται οι Κασσάνδρες, εστιάζεις στην κατάνυξη μιας ανεπανόρθωτης αιθρίας- ότι ακόμη κι αυτό δεν είναι παρά νεφέλες, παραπλανητικά μορφώματα του μυαλού: είμαι πραγματικά ελεύθερος! Όμως η αχλύ του νου άλλες φορές πυκνώνει και είναι τότε που δεν μπορείς να διακρίνεις αν αυτό που βιώνεις είναι έξωθεν ή έσωθεν. Στην αμφιρρέπεια και την αλαφιασμένη σου αμφιθυμία πως, εν προκειμένω, βρίσκεσαι στο σημείο υπέρθεσης όπου το πραγματικό και το φαντασιακό είναι εν παραλλήλω κι ολούθε εναλλάξιμα. Καμία θετικιστική ιδεοληψία δεν μπορεί να σε μεταπείσει για το αντίθετο. Όχι απλώς διαχύνεσαι με ηλεκτρικές εκφορτίσεις στη ζωηρή φωταύγεια του υπερπέραντος' όχι μόνο κινδυνεύεις να αφομοιωθείς με την επικράτεια του ανέφικτου Όλου, που παράφορα σε συνεπαίρνει πέραν κάθε φυσικού ή νοητού ορίου' κυρίως είναι που δεν μπορείς να διακρίνεις το Καλό από το Κακό' τον θάνατο από τη ζωή' τον παραληρηματικό οργασμό από εκείνη τη ριζοσπαστική εκκένωση του πάθους... Ίσως τελικά το ένα αντίθετο να είναι ο ορισμός του άλλου. Μεσολαβούν τα ψεγάδια της ιδιοτυπίας μας που γεννούν τους αμφετέρωθεν αφορισμούς. Έτσι, όταν πια έχει διαφθαρεί το Εγώ σου, όταν πρόστυχα επαφίεται με αδιαφιλονίκητη εμπιστοσύνη στον ειρμό της Ειμαρμένης, όταν πια δε σου καίγεται καρφί για το αν τελικά θα αφήσεις το τελευταίο σου αποτύπωμα σ’ ένα κομμάτι χαρτί με τρεμάμενο μα ωστόσο τόσο καλλιγραφικό χέρι: "Με Αγάπη Φεύγω!" από τα σπλάχνα σου γλυκαίνει η χαρμονή μιας ιλαρότητας μυθικής, ενός οικείου, παραταύτα λησμονημένου, θεού. Η Αγάπη βλασταίνει σαν την πρώτη φορά, ο Εαυτός ανασχηματίζεται σαν σε μια τρικυμιώδη κοσμογονία. Δε σε απειλεί ο Ωκεανός πια, ο φλοίσβος σε λικνίζει σαν ένα πρωτογενές χάδι. Εκεί που σε κατασπάραζαν τα δήγματα της αγωνίας, μια αδιανόητη μητρότητα λύνει τους κόμπους των δεσμών σου. Κι άρα υπάρχεις με την αποπεράτωση της ανεμελιάς, ως αναπόσπαστο μέλος ενός ευρύτερου οργανικού συνόλου. Ο παλμός της καρδιάς σου συνηχεί με τον ηλεκτρονικό σφυγμό των εξωσωματικών ρευμάτων ενέργειας' η αναπνοή σου, αλήθεια, ποιά διαφορά έχει από το ρυθμίκο φλοίσβο που σε παραδίδει στην όχθη μιας νέας ζωής...; ξανά από την αρχή!
Η έκσταση είναι ένα τρομερό επεισόδειο που καταρρίπτει κάθε προσδοκία, που τη βλέπεις ταραγμένος να συντρίβεται σαν τον ημιτελή πύργο της Βαβέλ. Εντούτοις, η έκσταση είναι η χειραφέτηση των μυριάδων γλωσσών του βαθιού ασυνειδήτου, οι οποίες εξαπολύονται σαν τις εχίδνες μιας μεδούσιας κεφαλής για να αποστομώσουν εκείνη τη μονολογική γραφή που μας κρατάει υπόδουλους του ορισμού μας. Η έκσταση είναι το πιο φυσικό και απαραίτητη περιοδικό ξέσπασμα του οργανισμού που αποτεινόμενος στην πηγή της ιερότητας, βεβηλώνεται στο πέρας μιας θεοφάνειας που φέρνει την απόλυτη συντριβή και ταπείνωση- καλύτερα να το προλάβεις μια ώρα νωρίτερα.
Τα λόγια είναι φτωχά. Μόνο η σφραγίδα της άρρητης σιωπής μπορεί να το επικοινωνήσει. Κι έτσι ανασταίνεσαι στο ύψος του αναστήματός σου σε άκουσμα του καλέσματος που σε θέλει αρωγό εκείνου που μονίμως έρχεται για τον καθένα: η μαύρη οπή που μέλλει σπαρακτικά να μας καταπιεί τελικά εμφιλοχωρεί την πρώτη αχτίδα της αγαλλίασης.
Η έκσταση μου έμαθε λοιπόν να πεθαίνω καθημερινά, την κάθε Στιγμή...